Οι άνθρωποι που επισκέπτονται ένα ψυχολόγο είναι πολύ συχνά μπερδεμένοι, αγχωμένοι και φοβισμένοι. Μαζί με το αδιέξοδο τους, κουβαλούν ενοχές, ντροπή και φόβο. Ο στόχος της ψυχοθεραπείας είναι (πέρα από τους προσωπικούς στόχους του καθενός) η ενδυνάμωση, η αυτονομία και η εσωτερική γαλήνη, καθώς και η δυνατότητα δημιουργίας ουσιαστικών, αυθεντικών σχέσεων. Ένα από τα μεγαλύτερα παράπονα στις οικογενειακές, ερωτικές και φιλικές σχέσεις είναι η δυσκολία στην επικοινωνία. «Δεν με ακούει», ακούω συνέχεια. Ποιός; Ο/η σύντροφος, ο γονιός, το παιδί μου, ο συνάδελφος, η λίστα είναι ατελείωτη. Και έτσι συσσωρεύονται μέσα μας η απογοήτευση, η ματαίωση, η θλίψη, η πικρία, ο θυμός και ο πόνος με συνέπειες στην ψυχική αλλά και σωματική μας υγεία.
Τί σημαίνει όμως ακούω;
Σίγουρα δεν σημαίνει υπακούω (αν και συχνά αυτό μπορεί κατά βάθος να επιθυμούμε). Σημαίνει κατανοώ, σημαίνει σιωπώ, σημαίνει προσπαθώ να δω μέσα από τα δικά σου μάτια. Το να μάθω να ακούω τον εαυτό μου και τους άλλους, αποτελεί πολύτιμη δεξιότητα και απαραίτητο συστατικό μιας αυθεντικής, βαθιάς και ισότιμης σχέσης. Προϋποθέτει την ύπαρξη χρόνου, σεβασμού και ειλικρινούς διάθεσης για κατανόηση. Απαιτεί επίσης ικανοποιητικό επίπεδο αυτογνωσίας έτσι ώστε να μπορεί να γίνει διαχωρισμός μεταξύ της δικής μου πραγματικότητας και της δικής σου εμπειρίας. Η προσωπική ματιά του καθενός χρωματίζεται από τα βιώματα, το χαρακτήρα, τον τρόπο που μεγάλωσε, τα τραύματα που τον καθόρισαν, δεν υπαρχει μια πραγματικότητα. Δεν είναι απαραίτητο να συμφωνούμε σε τίποτα για να μπορούμε να ακούσουμε. Πώς μπορούμε πρακτικά να μάθουμε να ακούμε; Και ακόμα περισσότερο πώς πρέπει να μιλάμε ώστε να μας ακούνε;